Zadetki iskanja
- γεώδης 2 (εἶδος) prsten, zemeljnat.
- γή-ῐνος 3 (γῆ) 1. prsten, glinast. 2. zemeljski.
- κεραμεοῦς, ᾶ, οῦν; κεράμ(ε)ιος 3 κεράμεος 3, ion. κεράμινος 3 (κέραμος) prsten, glinast, lončen, πλίνθος opeka.
- ὀστράκινος (ὄστρακον) prsten, lončen.
- χοϊκός 3 (χόος) prsten, glinast, iz zemlje NT.
/ 1
Število zadetkov: 5