-
ἀ-κατάστατος 2 (καθίστημι) nestanoviten NT.
-
ἀ-κατάσχετος 2 (κατέχω) razbrzdan, neukročen NT.
-
ἀ-κατάψευστος 2 (καταψεύδω) ion. ne izmišljen, nezlagan.
-
ἄκατος, ὁ, ἡ ἀκάτ(ε)ιον, τό [Et. iz ἀκ n̥ -τος] 1. ladja brzoplovka, lahka ladja za pomorske roparje, čolniček. 2. jadro na malem jamboru.
-
ἄ-καυστος 2 (καίω) nepožgan, nepopaljen.
-
ᾰ̓κᾰχίζω (ἄχομαι) [fut. ἀκαχήσω, aor. 1. ἀκάχησα, 2. ἤκαχον, pf. med. ἀκάχη-μαι, 3. pl. ἀκηχέδατ' (αι), ἀκάχηνται, plpf. ἀκαχήατο (ἀκαχείατο), pt. ἀκαχήμενος, ἀκηχέμενος] 1. act. žalim, žalostim. 2. med. žalostim se, žalujem, tugujem; pf. žalosten sem zaradi česa τινός, τινί ali pt.
-
ἀκαχμένος 3 [Et. iz ἀκακσμένος gl. ἀ-κίς] poostren, nabrušen, oster.
-
ἀκαχοίμην, ἀκάχοντο gl. ἀκαχίζω.
-
ἀκείομαι ep. = ἀκέομαι.
-
Ἀκελ-δαμάχ = njiva krvi.
-
ἀ-κέλευστος 2 (κελεύω) brez povelja, radovoljen, sam od sebe.
-
ἀκέομαι, ep. ἀκείομαι d. m. (τὸ ἄκος) [imp. pr. ion. ἀκέο, fut. ἀκέσομαι, aor. ἠκεσάμην, ep. ἀκεσσάμην, aor. pass. ἠκέσθην] 1. a) zdravim, celim, lečim; b) pomagam, hodim na pomoč. 2. poravnam, popravljam ἁμαρτάδα, νῆας; gasim, potolažim δίψαν; lajšam, odvračam ἀπορίας, ἐπιφερόμενα.
-
ἀ-κέραιος 2 (κεράννυμι) čist, nepomešan, čil, cel, nerazrušen (πόλις), neopustošen (χώρα); NT brez hinavstva, nepokvarjen.
-
ἀ-κερδής 2 (κέρδος) 1. brez dobička, škodljiv, nekoristen. 2. φιλοτιμία nesebičen.
-
ἀ-κερσε-κόμης, ου, ὁ (κείρω, κόμη) ep. neostrižen, dolgolas.
-
ἄκεσις, εως, ἡ (ἀκέομαι) ion. ozdravljenje, ozdravitev.
-
ἄκεσμα, ατος, τό (ἀκέομαι) ep. poet. (samo pl.) zdravilo, lek.
-
ἀκεστήρ, ῆρος, ὁ (ἀκέομαι) poet. kroteč, krotilec; strahujoč.
-
ἀκεστής, οῦ, ὁ (ἀκέομαι) zdravnik, krpač (ἱματίων ῥαγέντων).
-
ἀκεστός 3 (ἀκέομαι) ep. ozdravljiv; pren. spravljiv.