-
ἀκᾰλα-ρρείτης, ου, ὁ ep. mirno tekoč.
-
ἀ-κάλυπτος 2 ἀ-καλυφής 2 poet. (καλύπτω) nepokrit, odkrit, odprt.
-
ἀ-κᾰ́μας, αντος ἀ-κᾰ́ματος 2 (κάμνω) poet. ep. neutruden, neumoren, (γῆ) neizčrpen.
-
ἀ-καμής 2 neobdelan.
-
ἀ-καμπής 2 ἄ-καμπτος 2 (κάμπτω) neupognjen, neupogljiv, neizprosen.
-
ἄκ-ανθα, ἡ (ἀκίς) ion. ep. 1. trn, osat. 2. akacija. 3. hrbtenica.
-
ἀκάνθινος 3 iz akacije narejen; NT στέφανος trnjev venec.
-
Ἄκανθος, ἡ mesto v Halkidiki; preb. Ἀκάνθιοι, οἱ.
-
ἀκανθώδης 2 (ἄκανθα, εἶδος) ion. trnast, trnjev.
-
ἀ-κάρδιος 2 (καρδία) brezsrčen, brez srca.
-
Ἀκαρνᾱνία, ἡ dežela v srednji Grški; preb. Ἀκαρνάν, ᾶνος, ὁ.
-
ἀκαρπία, ἡ (ἄκαρπος) nerodovitnost.
-
ἄ-καρπος 2 nerodoviten, brezkoristen, neploden.
-
ἀ-κάρπωτος 2 (καρπόω) brezploden, νίκη (zmaga, ki se za njo ni opravila zahvalna žrtev), nepoplačana.
-
ἀ-κατάγνωστος 2 (καταγιγνώσκω) brez graje, neoporečen NT.
-
ἀ-κατακάλυπτος 2 (κατακαλύπτω) nepokrit, razoglav NT.
-
ἀ-κατάκριτος 2 (κατακρίνω) neobsojen NT.
-
ἀ-κατάλῠτος 2 (καταλύω) nerazvezen; neminljiv NT.
-
ἀ-κατάπαυστος 2 (καταπαύω) brez prestanka, neprestan; NT kdor neprestano greši.
-
ἀκαταστασία, ἡ nemir, vstaja, zmeda, nered, upor NT.