Franja

Zadetki iskanja

  • ἅδομαι (ᾱ) dor. = ἥδομαι.
  • ἅδον gl. ἁνδάνω.
  • ἁδονά dor. = ἡδονή.
  • ἀ-δόξαστος 2 (δοξάζω) dognan, gotov, siguren.
  • ἀδοξέω (ἄδοξος) sem neslaven, razvpit, na slabem glasu.
  • ἀδοξία, ἡ (ἄδοξος) 1. neslavnost, slab glas, sramota. 2. mržnja, sovraštvo.
  • ἄ-δοξος 2 (δόξα) neslaven, nepoznan.
  • ἀ-δορῠφόρητος 2 brez telesne straže.
  • ἄδος (ἅδος), ους, τό (ἄδην) nasičenje, sitost, pristuda.
  • Ἀδραμύτειον, τό mesto v Miziji.
  • ἀ-δρανής 2 (δραίνω) neizdaten, slab.
  • Ἄ-δραστος, ὁ, ion. Ἄδρηστος argivski kralj.
  • Ἀδρήστεια, ἡ mesto ob Propontidi.
  • ἄ-δρηστος 2 ion. (διδράσκω) 1. act. kdor ni voljan pobegniti. 2. pass. neubežen.
  • Ἀδρίας, ου, ὁ, ion. ίης Jadransko morje.
  • ἁδρός 3 poln, dorastel, zrel, močen, velik, gost χιών.
  • ἁδροτής, ῆτος, ἡ (ἁδρότης NT), (polna) moč, dozorelost, obilje, bogato darilo.
  • ἁδρόω, ἁδρῡ́νω (ἁδρός) sezorim (sezoriti); pass. sezorim (sezoreti), dozorim.
  • ἁδυ- (ᾱ) dor. = ἡδυ-.
  • ἀδῠνᾰμία, ἡ ἀδῠνᾰσία, ion. ίη, ἡ (δύναμις) 1. nezmožnost, nemoč, slabost. 2. ubožnost, uboštvo.