-
ἀ-καμπής 2 ἄ-καμπτος 2 (κάμπτω) neupognjen, neupogljiv, neizprosen.
-
ἀκανθώδης 2 (ἄκανθα, εἶδος) ion. trnast, trnjev.
-
ἀ-κάρδιος 2 (καρδία) brezsrčen, brez srca.
-
ἄ-καρπος 2 nerodoviten, brezkoristen, neploden.
-
ἀ-κάρπωτος 2 (καρπόω) brezploden, νίκη (zmaga, ki se za njo ni opravila zahvalna žrtev), nepoplačana.
-
ἀ-κατάγνωστος 2 (καταγιγνώσκω) brez graje, neoporečen NT.
-
ἀ-κατακάλυπτος 2 (κατακαλύπτω) nepokrit, razoglav NT.
-
ἀ-κατάκριτος 2 (κατακρίνω) neobsojen NT.
-
ἀ-κατάλῠτος 2 (καταλύω) nerazvezen; neminljiv NT.
-
ἀ-κατάπαυστος 2 (καταπαύω) brez prestanka, neprestan; NT kdor neprestano greši.
-
ἀ-κατάστατος 2 (καθίστημι) nestanoviten NT.
-
ἀ-κατάσχετος 2 (κατέχω) razbrzdan, neukročen NT.
-
ἀ-κατάψευστος 2 (καταψεύδω) ion. ne izmišljen, nezlagan.
-
ἄ-καυστος 2 (καίω) nepožgan, nepopaljen.
-
ᾰ̓κᾰχίζω (ἄχομαι) [fut. ἀκαχήσω, aor. 1. ἀκάχησα, 2. ἤκαχον, pf. med. ἀκάχη-μαι, 3. pl. ἀκηχέδατ' (αι), ἀκάχηνται, plpf. ἀκαχήατο (ἀκαχείατο), pt. ἀκαχήμενος, ἀκηχέμενος] 1. act. žalim, žalostim. 2. med. žalostim se, žalujem, tugujem; pf. žalosten sem zaradi česa τινός, τινί ali pt.
-
ἀ-κέλευστος 2 (κελεύω) brez povelja, radovoljen, sam od sebe.
-
ἀ-κέραιος 2 (κεράννυμι) čist, nepomešan, čil, cel, nerazrušen (πόλις), neopustošen (χώρα); NT brez hinavstva, nepokvarjen.
-
ἀ-κερδής 2 (κέρδος) 1. brez dobička, škodljiv, nekoristen. 2. φιλοτιμία nesebičen.
-
ἀ-κέφαλος 2 (κεφαλή) 1. brez glave. 2. brez začetka, nedovršen.
-
ἀ-κήδεστος 2 (κήδω) 1. neoskrbljen, zanemarjen; nepokopan. 2. brezskrben. – adv. -έστως neusmiljeno, brezobzirno, brezsrčno.